- σελίδος
- σελίςcross-beamfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρασέλιδος — η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερεις σελίδες («τετρασέλιδη εφημερίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σέλιδος (< σελίδα), πρβλ. πεντα σέλιδος] … Dictionary of Greek
τρισέλιδος — η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από τρεις σελίδες (α. «τρισέλιδη αναφορά» β. «τρισέλιδο δελτίο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σέλιδος (<σελίδα), πρβλ. δι σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek
υποσέλιδος — η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στο κατώτατο μέρος μιας σελίδας («υποσέλιδα σχόλια») 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσέλιδο αγγελία ή άλλη, άσχετη προς το κείμενο, δημοσίευση στο κάτω μέρος σελίδας βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας ή άλλου εντύπου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πεντασέλιδος — η, ο (για έντυπο) αυτός που αποτελείται από πέντε σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σελίδα (πρβλ. εξα σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά] … Dictionary of Greek
πολυσέλιδος — η, ο, Ν (για έντυπο και για γραπτό κείμενο) 1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές σελίδες (α. «πολυσέλιδη εφημερίδα» β. «πολυσέλιδο άρθρο») 2. συνεκδ. ογκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σέλιδος (< σελίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ.… … Dictionary of Greek
σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντασέλιδος — η, ο, Ν (για έντυπο) αυτός που έχει ή αποτελείται από σαράντα σελίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + σέλιδος (< σελίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek